εκτυπωτής

εκτυπωτής
Περιφερειακή συσκευή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποτυπώνει, σε χαρτί ή σε άλλο μέσο (π.χ. σε φιλμ ή σε απλή διαφάνεια), το αρχείο του επιθυμεί (ή μέρος του). Συνηθέστερα είδη ε. είναι αυτοί που βασίζονται: στο χτύπημα συστήματος μελανωμένων ακίδων πάνω στο προς εκτύπωση μέσο (θεωρούνται πλέον ξεπερασμένοι)· στον ψεκασμό του προς εκτύπωση μέσου με υγρό μελάνι (τα λεγόμενα inkjet)· στο κάψιμο ειδικού γραφίτη στο προς εκτύπωση μέσο με ακτίνες λέιζερ. Επίσης, οι ε. διακρίνονται σε έγχρωμους και σε ασπρόμαυρους. Σημειώνεται ότι η ποιότητα του ε. (και συνακόλουθα και η τιμή του) αποτελούν συνάρτηση ποικίλων παραγόντων, με κυριότερους: τη δυνατότητα ανάλυσης του προς εκτύπωση αρχείου και ιδίως της εικόνας (εκφρασμένη σε dpi), το έγχρωμο ή άχρωμο της εκτύπωσης, την ταχύτητα εκτύπωσης (δηλαδή πόσες σελίδες εκτυπώνονται ανά λεπτό), το μέγεθος του προς εκτύπωση μέσου (π.χ. χαρτί μεγέθους Α4 ή Α3) και την αξιοπιστία της κατασκευάστριας εταιρείας. Γενικά, οι ε. ψεκασμού, αν και έγχρωμοι, είναι φθηνότεροι και χρησιμεύουν ως αργή περιφερειακή συσκευή περιορισμένων δυνατοτήτων (περισσότερο εξυπηρετούν τους μη επαγγελματίες-χρήστες)· αντίθετα, οι ε. λέιζερ έχουν την δυνατότητα ταχύτερης, μαζικότερης και πλέον αξιόπιστης εκτύπωσης, ασπρόμαυρης (συνηθέστερα) ή έγχρωμης. Τέλος, ειδική κατηγορία ακριβών ε. είναι αυτή που έχει τη δυνατότητα να εκτυπώνει τα φιλμ τετραχρωμίας (που προορίζονται για την τυπογραφία) ή απευθείας τον τσίγκο, ο οποίος θα τοποθετηθεί στην τυπογραφική μηχανή.
* * *
ο
ο τεχνίτης που εκτυπώνει με το τυπογραφικό πιεστήριο, ο τυπωτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκτυπωτής — ο 1. τεχνίτης που εκτυπώνει με το τυπογραφικό πιεστήριο. 2. συσκευή, μηχάνημα που τυπώνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιεστής — ο, Ν εργάτης ή τεχνίτης που χειρίζεται τυπογραφικό πιεστήριο, αλλ. τυπωτής ή εκτυπωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιέζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • μητρική κάρτα — Πρόκειται για μια βασική πλακέτα (κάρτα) που περιέχει τα κυριότερα στοιχεία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η εν λόγω κάρτα περιέχει τον μικροεπεξεργαστή, την κύρια μνήμη, τον βασικό δίαυλο επικοινωνίας, βοηθητικά κυκλώματα και διάφορες υποδοχές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”